Ἀρσινόῃ

Ἀρσινόῃ
Ἀρσινόη
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀρσινόη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρσινόη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δισέγγονη του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α’, σύζυγος του στρατηγού Λάγου, μητέρα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Είχε δεσμό με τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και η… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδοπούλου, Αρσινόη — (1853 – 1969). Διηγηματογράφος που έγραψε έργα κατάλληλα για παιδιά. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Μασσαλία και στο Λονδίνο και δίδαξε στο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μία από τις πρώτες Ελληνίδες που καλλιέργησαν συστηματικά το παιδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρσινόηι — Ἀρσινόῃ , Ἀρσινόη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρσινόην — Ἀρσινόη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρσινόης — Ἀρσινόη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σουέζ — (Ες Σουέις αραβικά). Πόλη (326.820 κάτ.) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (17.840 τ. χλμ., κάτ. 326.820), βρίσκεται στο πιο εσωτερικό σημείο του ομώνυμου κόλπου, που σχηματίζεται από το βορειοδυτικό βραχίονα της… …   Dictionary of Greek

  • Olbia (Egypt) — Olbia or Arsinoe (Greek: Ἀρσινόη) was an ancient city in the Regio Troglodytica upon the western coast of the Red Sea between Philoteras (Quseir or Kosseir) and Myos Hormos. (Strabo xvi. p. 769; Steph. B. s. v. Ἀρσινόη). The city was renamed from …   Wikipedia

  • Ακαρνάνας — Μυθολογικός ήρωας της Ακαρνανίας, γιος του Αλκμαίωνα και της κόρης του Αχελώου Καλλιρρόης. Σύμφωνα με έναν μύθο ο Αλκμαίωνας, όταν έφυγε από το Άργος κυνηγημένος από τις Ερινύες για τον φόνο της μητέρας του, κατέφυγε στην Ψωφίδα όπου και… …   Dictionary of Greek

  • Αρκεόφρων — Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος από τη Σαλαμίνα της Κύπρου, με γονείς πλούσιους αλλά όχι ευγενείς, που ερωτεύτηκε την Αρσινόη, κόρη του βασιλιά Νικοκρέοντα. Οι γονείς της Αρσινόης έκοψαν τα δάχτυλα, τη μύτη και τη γλώσσα της τροφού που τον είχε βοηθήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”